- κοφτήριο
- τοτο κατάστημα όπου πουλούν με υπερβολικές τιμές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοφτήριο — και κοφτήρι και κοπτήριο, το (Α κοπτήριον) [κοπτήρ] (νεοελλ) 1. χαρτοπαικτική λέσχη ή τόπος συγκέντρωσης όπου ασκείται χαρτοκλοπία σε βάρος τών αδαών θαμώνων 2. κατάστημα με πολύ υψηλές τιμές αρχ. τόπος όπου κοπανιζόταν το σιτάρι … Dictionary of Greek
κοπτήριο — το (Α κοπτήριον) βλ. κοφτήριο … Dictionary of Greek
φαρμακείο — το 1. κατάστημα παρασκευής και πώλησης φαρμάκων. 2. μτφ., κατάστημα οποιουδήποτε είδους με εμπορεύματα σε υπερβολικές τιμές, κοφτήριο: Μην αγοράζεις από εδώ παπούτσια, είναι φαρμακείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)